- βγαλτός
- και βγαρτός, -ή, -ό1. αυτός που ξεριζώνεται με τράβηγμα («βγαλτός σανός» — όχι θερισμένος)2. εκείνος που αναβλύζει («βγαλτό νερό»)3. το ουδ. ως ουσ. βγαλτό, τοδοθιήν, καλόγερος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
νεόβγαλτος — και νιόβγαλτος, η, ο αυτός που για πρώτη φορά ασχολείται ή επιδίδεται σε κάτι, ο άπειρος, ο πρωτάρης («νεόβγαλτος στη δικηγορία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + βγαλτος (< βγάζω)] … Dictionary of Greek